Κόλπο στα πορτογαλικά
Μετάφραση: κόλπο, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
truque, ilusão, tributo, acrobacia, façanha, conluio, dublê, de duplos
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κόλπο
κόλπο της βεγγάλης, κόλπο του ορφανού, κόλπο της αιώρησης, κόλπο με τράπουλα, κόλπο της ταϊλάνδης, κόλπο λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κόλπο στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- κόλλα στα πορτογαλικά - abrasar, massa, fulgor, colagem, colar, pasta, adesivo, ...
- κόλλημα στα πορτογαλικά - colagem, de colagem, colar, cola, colagem de
- κόλπος στα πορτογαλικά - baías, precipício, fundão, golfo, vão, sorvedouro, baía, ...
- κόμβος στα πορτογαλικά - derrubar, nó, nó de, nó do, nodo, do nó
Τυχαίες λέξεις
Κόλπο στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: truque, ilusão, tributo, acrobacia, façanha, conluio, dublê, de duplos
Μεταφράσεις: truque, ilusão, tributo, acrobacia, façanha, conluio, dublê, de duplos