Δικαστήριο στα ρωσικά
Μετάφραση: δικαστήριο, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мотель, судья, трибунал, двор, ухлестывать, суд, корт, правление, устраивать, суда, судом, Court
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δικαστήριο
δικαστήριο των ευρωπαϊκών κοινοτήτων, δικαστήριο ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δικαστήριο ευρωπαϊκών κοινοτήτων, δικαστήριο κληρονομιάς, δικαστήριο της ευρωπαϊκής ένωσης, δικαστήριο λεξικό γλώσσας ρωσικά, δικαστήριο στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- δικαιώνω στα ρωσικά - объяснять, обелять, оправдывать, подтверждать, извинять, оправдать, оправдания, ...
- δικανικός στα ρωσικά - способный, рассудительный, критический, нелицеприятный, судебный, законный, судейский, ...
- δικαστής στα ρωσικά - судья, магистрат, судьи, судьей, судить
- δικαστικός στα ρωσικά - судейский, судебный, способный, законный, нелицеприятный, непредубежденный, процессуальный, ...
Τυχαίες λέξεις
Δικαστήριο στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: мотель, судья, трибунал, двор, ухлестывать, суд, корт, правление, устраивать, суда, судом, Court
Μεταφράσεις: мотель, судья, трибунал, двор, ухлестывать, суд, корт, правление, устраивать, суда, судом, Court