Γέρος στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: γέρος, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
стар, старите, стари, стариот, стара
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γέρος
γέρος της δημοκρατίας, γέρος ονειροκριτης, γέρος συνώνυμα, γέρος του μοριά ταβέρνα, γέρος του βουνού, γέρος λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, γέρος στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- γέρικος στα σλαβομακεδονικά - gerikos
- γέρνω στα σλαβομακεδονικά - дисторзии, провисване, спадам, поддавам
- γέφυρα στα σλαβομακεδονικά - мостот, мост, мостови
- γήινος στα σλαβομακεδονικά - земен, земниот, земните, земното, земски
Τυχαίες λέξεις
Γέρος στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: стар, старите, стари, стариот, стара
Μεταφράσεις: стар, старите, стари, стариот, стара