Δόλωμα στα σουηδικά

Μετάφραση: δόλωμα, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hetsa, dragningskraft, bulvan, bete, agn, betet, beten, betes
Δόλωμα στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δόλωμα

δόλωμα για λαβράκια, δόλωμα σωλήνας, δόλωμα γαρίδα, δόλωμα σαρδέλα, δόλωμα μπικατίνι, δόλωμα λεξικό γλώσσας σουηδικά, δόλωμα στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • δόλιος στα σουηδικά - bedräglig, lurar, lurande, som lurar, lurking, lur
  • δόλος στα σουηδικά - bedrägeri, svek, bedrägligt, bedrägligt sätt, ett bedrägligt
  • δόνηση στα σουηδικά - vibration, vibrationer, vibrations, vibrationen, vibrationerna
  • δόξα στα σουηδικά - ära, härlighet, glans, härligheten, härlig
Τυχαίες λέξεις
Δόλωμα στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: hetsa, dragningskraft, bulvan, bete, agn, betet, beten, betes