Μοιρασμένος στα τούρκικα
Μετάφραση: μοιρασμένος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yel değirmenleri, yeldeğirmenleri, windmills, yel değirmeni, değirmenler
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μοιρασμένος
μοιρασμένοσ ουρανόσ, μοιρασμένος λεξικό γλώσσας τούρκικα, μοιρασμένος στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- μοιράζω στα τούρκικα - yarılmak, miktar, bölünme, pay, anlaşma, bir anlaşma, deal, ...
- μοιραίος στα τούρκικα - öldürücü, zehirli, ölümcül, fatal, ölümcül bir, ölüm
- μοιρογνωμόνιο στα τούρκικα - iletki, açıölçer, protractor, İletkinin, açı ölçer
- μοιρολατρία στα τούρκικα - kadercilik, fatalism, fatalizm, yazgıcılık, kaderciliktir
Τυχαίες λέξεις
Μοιρασμένος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: yel değirmenleri, yeldeğirmenleri, windmills, yel değirmeni, değirmenler
Μεταφράσεις: yel değirmenleri, yeldeğirmenleri, windmills, yel değirmeni, değirmenler