Μοιρασμένος στα γερμανικά
Μετάφραση: μοιρασμένος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verteilt, geteilt, Windmühlen, Mühlen, Windräder, windmills
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μοιρασμένος
μοιρασμένοσ ουρανόσ, μοιρασμένος λεξικό γλώσσας γερμανικά, μοιρασμένος στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- μοιράζω στα γερμανικά - steuern, menge, teil, getrennt, überlegen, lenken, zersplittern, ...
- μοιραίος στα γερμανικά - schicksalhaft, tödlich, letal, schwerwiegend, giftig, schlimm, katastrophal, ...
- μοιρογνωμόνιο στα γερμανικά - winkelmesser, Winkelmesser, Messer, protractor, Winkelmessers
- μοιρολατρία στα γερμανικά - fatalismus, Fatalismus, Schicksals, fatalism, Schicksalsglaube
Τυχαίες λέξεις
Μοιρασμένος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: verteilt, geteilt, Windmühlen, Mühlen, Windräder, windmills
Μεταφράσεις: verteilt, geteilt, Windmühlen, Mühlen, Windräder, windmills