Μοιρασμένος στα τσεχικά
Μετάφραση: μοιρασμένος, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
společný, větrné mlýny, větrných mlýnů, mlýny, větrné, větrné elektrárny
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μοιρασμένος
μοιρασμένοσ ουρανόσ, μοιρασμένος λεξικό γλώσσας τσεχικά, μοιρασμένος στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- μοιράζω στα τσεχικά - část, štěpit, jednání, pukat, obchodovat, rozvrhnout, kšeft, ...
- μοιραίος στα τσεχικά - smrtící, zhoubný, smrtonosný, smrtelně, neblahý, osudný, fatální, ...
- μοιρογνωμόνιο στα τσεχικά - úhloměr, úhloměru, úhloměrem, protractor
- μοιρολατρία στα τσεχικά - fatalismus, fatalismus se, fatalitu
Τυχαίες λέξεις
Μοιρασμένος στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: společný, větrné mlýny, větrných mlýnů, mlýny, větrné, větrné elektrárny
Μεταφράσεις: společný, větrné mlýny, větrných mlýnů, mlýny, větrné, větrné elektrárny