Μορφή στα τούρκικα
Μετάφραση: μορφή, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
biçim, kalıp, şekil, sınıf, tür, cins, çeşit, tarz, usul, form, formu, bir şekilde, biçimi, şekli
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μορφή
μορφή ποιήματος, μορφή apa, μορφή επιστολής, μορφή συνώνυμο, μορφή ερωτηματολογίου, μορφή λεξικό γλώσσας τούρκικα, μορφή στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- μονότονος στα τούρκικα - monoton, tekdüze, monoton bir, monotonous
- μορφάζω στα τούρκικα - yüz buruşturma, face, grimace, hoşnutsuzluk, buruşmuş suratlarını
- μορφώνω στα τούρκικα - yetiştirmek, kalıp, biçim, şekil, eğitmek, eğitim, yetiştirmektir, ...
- μοσχάρι στα τούρκικα - buzağı, baldır, gole, dana, sığır, calf
Τυχαίες λέξεις
Μορφή στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: biçim, kalıp, şekil, sınıf, tür, cins, çeşit, tarz, usul, form, formu, bir şekilde, biçimi, şekli
Μεταφράσεις: biçim, kalıp, şekil, sınıf, tür, cins, çeşit, tarz, usul, form, formu, bir şekilde, biçimi, şekli