Χρήστης στα φινλανδικά
Μετάφραση: χρήστης, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
käyttäjä, käyttäjän, käyttäjältä, käyttäjäsopimuksen, käyttöohjeet
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: χρήστης
χρήστης ορισμός, χρήστης diu, χρήστης του facebook, χρήστης ναρκωτικών, χρήστης συνώνυμα, χρήστης λεξικό γλώσσας φινλανδικά, χρήστης στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- χρήση στα φινλανδικά - päällystäminen, käytäntö, manipulaatio, käsittelykerta, tarkoitus, harjoittaa, nautinta, ...
- χρήσιμος στα φινλανδικά - näppärä, näpsäkkä, hyödyllinen, arvokas, edullinen, hyödyllisiä, hyödyllistä, ...
- χρίσμα στα φινλανδικά - nimitys, ehdollepano, voitelu, voitelua, voitelun, voide häneltä
- χρίω στα φινλανδικά - voidella, levitä jhk, tunkeutumaan
Τυχαίες λέξεις
Χρήστης στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: käyttäjä, käyttäjän, käyttäjältä, käyttäjäsopimuksen, käyttöohjeet
Μεταφράσεις: käyttäjä, käyttäjän, käyttäjältä, käyttäjäsopimuksen, käyttöohjeet