Töö στα ελληνικά
Μετάφραση: töö, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εργάζομαι, δουλεύω, εργασία, δουλειά, καθήκον, έργο, εργασίας, εργασίες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- korjakk στα ελληνικά - η, το, ο, την, της
- kõristama στα ελληνικά - τραντάζω, κουδουνίζω, κροταλίζω, συγκομισθεί, συγκομίζονται, η συγκομιδή, συγκομιστεί, ...
- madrus στα ελληνικά - ναύτης, ναυτικός, ναύτη, ναυτικό, ναυτικού
Τυχαίες λέξεις
Töö στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εργάζομαι, δουλεύω, εργασία, δουλειά, καθήκον, έργο, εργασίας, εργασίες
Μεταφράσεις: εργάζομαι, δουλεύω, εργασία, δουλειά, καθήκον, έργο, εργασίας, εργασίες