Καθήκον στα εσθονικά

Μετάφραση: καθήκον, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
töö, ülesanne, kohus, ülesande, ülesandeks, ülesannet, ülesannete
Καθήκον στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθήκον

καθήκον συνώνυμα, καθήκον αληθείας, καθήκον αντωνυμο, καθήκον σημασία, καθήκον ετυμολογία, καθήκον λεξικό γλώσσας εσθονικά, καθήκον στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • καθάρισμα στα εσθονικά - puhastamine, puhastus, puhastamiseks, puhastamise
  • καθέλκυση στα εσθονικά - start, üleslennutamine, vettelaskmine, käikulaskmine, käivitamine, käivitamise, käivitamist, ...
  • καθίζω στα εσθονικά - iste, koht, istuma, istuda, istuvad, istu, istub
  • καθαγιάζω στα εσθονικά - pühitsema, hallow, Pyhittää
Τυχαίες λέξεις
Καθήκον στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: töö, ülesanne, kohus, ülesande, ülesandeks, ülesannet, ülesannete