Γόνιμος στα ολλανδικά

Μετάφραση: γόνιμος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vruchtbaar, vruchtbare, de vruchtbare, een vruchtbare, vruchtbaarste
Γόνιμος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γόνιμος

γόνιμος συνώνυμα, γόνιμος english, γόνιμος αντωνυμο, γόνιμος διάλογος, γόνιμος ορισμός, γόνιμος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, γόνιμος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • γόνατο στα ολλανδικά - knie, de knie, knieën, knie-
  • γόνδολα στα ολλανδικά - gondel, Gondola, gondelbaan, de Gondel, gondellift
  • γόνος στα ολλανδικά - telg, scion, ent, afstammeling, spruit
  • γύπας στα ολλανδικά - aasgier, gier, Vulture, gier van, De Gier van, De gier
Τυχαίες λέξεις
Γόνιμος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vruchtbaar, vruchtbare, de vruchtbare, een vruchtbare, vruchtbaarste