Καρποφόρος στα ολλανδικά

Μετάφραση: καρποφόρος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vruchtbaar, vruchtbare, een vruchtbare, vruchten
Καρποφόρος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καρποφόρος

καρποφόρος συνώνυμα, καρποφόρος συνώνυμο, καρποφόρος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, καρποφόρος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • καρπαζιά στα ολλανδικά - smakken, heroïne, lap, invloed, slagkracht, clout, prestige
  • καρπαζώνω στα ολλανδικά - lap, invloed, slagkracht, clout, prestige
  • καρπός στα ολλανδικά - fruit, vrucht, vruchten, groenten, soorten groenten
  • καρτέρι στα ολλανδικά - hinderlaag, val, valstrik, voet te houden, de voet te houden, houden
Τυχαίες λέξεις
Καρποφόρος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vruchtbaar, vruchtbare, een vruchtbare, vruchten