Обстрілювати στα ελληνικά

Μετάφραση: обстрілювати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πιστόλι, καραμπίνα, όπλο, κέλυφος, κοχύλι, κελύφους, περίβλημα, shell
Обстрілювати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бінарний στα ελληνικά - δυαδικός, δυαδικό, δυαδική, δυαδικά, δυαδικών, δυαδικές
  • дуга στα ελληνικά - φιόγκος, τόξο, αψίδα, κυρτώνω, περιστόμιο, χείλος, άκρη, ...
  • знатність στα ελληνικά - μεγαλείο, διάκριση, διάκρισης, διαχωρισμός, διαφορά, διαχωρισμό
  • квиток στα ελληνικά - εισιτήριο, εισιτηρίων, εισιτηρίου, με εισιτήρια για, με εισιτήρια
Τυχαίες λέξεις
Обстрілювати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πιστόλι, καραμπίνα, όπλο, κέλυφος, κοχύλι, κελύφους, περίβλημα, shell