Щулитися στα ελληνικά
Μετάφραση: щулитися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναβοσβήνω, αναβοσβήνει, αναβοσβήνουν, αναβοσβήσει, να αναβοσβήνει, αρχίσει να αναβοσβήνει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вступати στα ελληνικά - κατατάσσομαι, εξασφαλίζω, εντάσσω, εισάγετε, πληκτρολογήστε, αρχίζει, εισαγάγετε, ...
- заміщення στα ελληνικά - μετατόπιση, εκτόπισμα, αντικατάσταση, αντικατάστασης, την αντικατάσταση, υποκατάστασης, αντικαταστάσεως
- канібалізм στα ελληνικά - καννιβαλισμός, κανιβαλισμός, κανιβαλισμού, κανιβαλισμό, ο κανιβαλισμός
- компетенція στα ελληνικά - κατανομή, αρμοδιότητα, χωρητικότητα, πραγματογνωμοσύνη, αρμοδιότητας, αρμοδιοτήτων, ικανότητα, ...
Τυχαίες λέξεις
Щулитися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναβοσβήνω, αναβοσβήνει, αναβοσβήνουν, αναβοσβήσει, να αναβοσβήνει, αρχίσει να αναβοσβήνει
Μεταφράσεις: αναβοσβήνω, αναβοσβήνει, αναβοσβήνουν, αναβοσβήσει, να αναβοσβήνει, αρχίσει να αναβοσβήνει