Alokacja στα ελληνικά
Μετάφραση: alokacja, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατανομή, καταμερισμός, κατανομής, χορήγηση, διάθεση, την κατανομή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- alniko στα ελληνικά - κράμα αργιλίου, νικελίου, κοβαλτίου και σίδηρου με σταθερό μαγνητισμό, Alnico, alnico μαγνήτες, Αΐηίοο
- aloes στα ελληνικά - αλόη, Aloe, αλόης, Η Αλόη, την αλόη
- alokować στα ελληνικά - αναθέτω, κατανέμω, διανέμω, κατανομή, διαθέσει, διαθέσουν, κατανέμει, ...
- alonż στα ελληνικά - αναβάτης, καβαλάρης, αναβάτη, οδηγό, οδηγός
Τυχαίες λέξεις
Alokacja στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατανομή, καταμερισμός, κατανομής, χορήγηση, διάθεση, την κατανομή
Μεταφράσεις: κατανομή, καταμερισμός, κατανομής, χορήγηση, διάθεση, την κατανομή