Holować στα ελληνικά
Μετάφραση: holować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τράβηγμα, στουπί, ρυμουλκώ, ρυμούλκηση, ρυμούλκησης, δέσμες, έλκει
Μεταφράσεις
- holowanie στα ελληνικά - ρυμούλκηση, ρυμούλκησης, έλξης, έλκοντος, ρυμουλκού
- holowany στα ελληνικά - συρόμενα, συρόμενων, συρόμενο, ρυμουλκούμενων, ρυμουλκείται
- holownik στα ελληνικά - τράβηγμα, στουπί, ρυμουλκώ, ρυμουλκό, ρυμουλκού, ρυμουλκά, ρυμουλκών, ...
- homar στα ελληνικά - αστακός, αστακό, αστακού, αστακών, τον αστακό
Τυχαίες λέξεις
Holować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τράβηγμα, στουπί, ρυμουλκώ, ρυμούλκηση, ρυμούλκησης, δέσμες, έλκει
Μεταφράσεις: τράβηγμα, στουπί, ρυμουλκώ, ρυμούλκηση, ρυμούλκησης, δέσμες, έλκει