Ostrzeliwać στα ελληνικά

Μετάφραση: ostrzeliwać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βομβαρδίζω, πυρκαγιά, φωτιά, κατακλύζομαι, κατακλύζω, απολύω, πυροβολώ, βλαστός, πυροβολήσει, πυροβολούν, σουτ, πυροβολήσουν
Ostrzeliwać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • anons στα ελληνικά - διαφήμιση, εξαγγελία, ανακοίνωση, διαφήμισης, η διαφήμιση, αγγελία, τη διαφήμιση
  • chabrowy στα ελληνικά - μπλε, κυανός, cornflower, καλαμποκάλευρο, κενταύριου, κενταύριου του
  • dzierżawca στα ελληνικά - κολίγας, νοικάρης, ένοικος, ενοικιαστής, μισθωτή, ενοικιαστή, μισθωτής
  • encyklika στα ελληνικά - εγκύκλιο, την εγκύκλιο, εγκύκλιό, εγκύκλιο του, εγκύκλιες
Τυχαίες λέξεις
Ostrzeliwać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βομβαρδίζω, πυρκαγιά, φωτιά, κατακλύζομαι, κατακλύζω, απολύω, πυροβολώ, βλαστός, πυροβολήσει, πυροβολούν, σουτ, πυροβολήσουν