Ustanowić στα ελληνικά
Μετάφραση: ustanowić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαπιστώνω, αρχή, ξεκινώ, επιβάλλω, αρχίζω, ιδρύω, ξεκίνημα, καθιερώνω, κανονίζω, εγκαθίσταμαι, μορφή, δελτίο, καθιερώσει, δημιουργία, καθιέρωση, καθορίσει, θεσπίσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aptekarski στα ελληνικά - φαρμακείο, Φαρμακευτικοί, το φαρμακείο, για το φαρμακείο, φαρμακευτική
- ekspresowo στα ελληνικά - ρητή, η ρητή, ρητής, γίνεται ρητή
- faworyzować στα ελληνικά - εύνοια, ευνοούν, ευνοεί, ευνοήσει, υπέρ
- galwanizm στα ελληνικά - γαλβανισμός, γαλβανισμένο, γαλβανισμού, γαλβανισμένη, γαλβανισμό
Τυχαίες λέξεις
Ustanowić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαπιστώνω, αρχή, ξεκινώ, επιβάλλω, αρχίζω, ιδρύω, ξεκίνημα, καθιερώνω, κανονίζω, εγκαθίσταμαι, μορφή, δελτίο, καθιερώσει, δημιουργία, καθιέρωση, καθορίσει, θεσπίσει
Μεταφράσεις: διαπιστώνω, αρχή, ξεκινώ, επιβάλλω, αρχίζω, ιδρύω, ξεκίνημα, καθιερώνω, κανονίζω, εγκαθίσταμαι, μορφή, δελτίο, καθιερώσει, δημιουργία, καθιέρωση, καθορίσει, θεσπίσει