Zwątpić στα ελληνικά
Μετάφραση: zwątpić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αμφιβολία, αμφισβητώ, αμφιβάλλω, απελπισία, απόγνωση, απελπισίας, απόγνωσης, την απελπισία
Μεταφράσεις
- afiszować στα ελληνικά - καμαρώνω, παρακαμφθούν, flaunt, να καμαρώνω, επιδεικνύομαι
- akceptacyjny στα ελληνικά - αποδοχή, την αποδοχή, Αποδοχής, Η αποδοχή, Acceptance
- dzwony στα ελληνικά - καμπάνες, κουδούνια, κουδουνιών, κουδουνάκια, τα κουδούνια
- futurologia στα ελληνικά - μελλοντολογία, τη μελλοντολογία, μελλοντολογίας, μελλοντολογίες
Τυχαίες λέξεις
Zwątpić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αμφιβολία, αμφισβητώ, αμφιβάλλω, απελπισία, απόγνωση, απελπισίας, απόγνωσης, την απελπισία
Μεταφράσεις: αμφιβολία, αμφισβητώ, αμφιβάλλω, απελπισία, απόγνωση, απελπισίας, απόγνωσης, την απελπισία