Artificial στα ελληνικά
Μετάφραση: artificial, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τεχνητός, τεχνητή, τεχνητό, τεχνητά, τεχνητών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- articular στα ελληνικά - ευκρινής, έναρθρος, αρθρικός, αρθρικού, αρθρικό, αρθρική, αρθρικής
- articulação στα ελληνικά - κοινός, γόμφος, άρθρωση, κοψίδι, άρθρωσης, διάρθρωση, αρθρώσεως, ...
- artigo στα ελληνικά - αντικείμενο, ρήτρα, κομμάτι, άρθρο, αντιτείνω, πράγμα, άρθρου, ...
- artilharia στα ελληνικά - πυροβολικό, πυροβολικού, πυροβόλα, το πυροβολικό, του πυροβολικού
Τυχαίες λέξεις
Artificial στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τεχνητός, τεχνητή, τεχνητό, τεχνητά, τεχνητών
Μεταφράσεις: τεχνητός, τεχνητή, τεχνητό, τεχνητά, τεχνητών