Companheiro στα ελληνικά

Μετάφραση: companheiro, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φίλος, συσχετίζω, τύπος, αδερφός, φιλαράκος, άντρας, κολλητός, αδελφός, εξοικειωμένος, συνάδελφος, συνέταιρος, σύντροφος, σύντροφο, συντροφιάς, συντροφιά, σύντροφός
Companheiro στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • compadecer στα ελληνικά - αίσθημα, συμπαθώ, συμπάθεια, κατανοώ, συμπαθήσει, με συμπάθεια
  • compaixão στα ελληνικά - συμπάθεια, συμπόνια, οίκτος, συμπόνιας, τη συμπόνια, ευσπλαχνία
  • companhia στα ελληνικά - παρέα, θίασος, ομήγυρη, σχέση, εταιρία, εταιρεία, εταιρείας, ...
  • comparar στα ελληνικά - παραβάλλω, συγκρίνω, συγκρίνετε, κάνετε συγκρίσεις, συγκρίνετε τις, συγκρίσεις
Τυχαίες λέξεις
Companheiro στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φίλος, συσχετίζω, τύπος, αδερφός, φιλαράκος, άντρας, κολλητός, αδελφός, εξοικειωμένος, συνάδελφος, συνέταιρος, σύντροφος, σύντροφο, συντροφιάς, συντροφιά, σύντροφός