Αδερφός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αδερφός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
camarada, irmão, companheiro, o irmão, brother, irmăo
Αδερφός στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αδερφός

αδερφός ρουβα, αδερφός κασιδιάρη, αδερφός ονειροκρίτης, αδερφός ανδρέα γεωργίου, αδερφος ή αδελφος, αδερφός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αδερφός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αδερφή στα πορτογαλικά - excêntrico, barroco, bizarro, esquisito, estranho, irmã, a irmã, ...
  • αδερφικός στα πορτογαλικά - fraternal, fraterno, fraterna, fraternidade, fraternalmente
  • αδιάβροχος στα πορτογαλικά - melancia, impermeabilizar, à prova d'água, impermeável, prova d'água, Waterproof, à prova de água
  • αδιάθετος στα πορτογαλικά - indisposto, indisposição, mal, doente, de indisposição
Τυχαίες λέξεις
Αδερφός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: camarada, irmão, companheiro, o irmão, brother, irmăo