Σύντροφος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: σύντροφος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
companheiro, camarada, acompanhante, companheira, companhia, companheiro de
Σύντροφος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σύντροφος

σύντροφος φώτη σεργουλόπουλου, σύντροφος μπουτάρη, σύντροφος δούρου, σύντροφος του μπουλά, σύντροφος ρένας δούρου, σύντροφος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, σύντροφος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • σύντομα στα πορτογαλικά - breve, cedo, brevemente, logo, canção, depressa, em breve, ...
  • σύντομος στα πορτογαλικά - logo, cedo, canção, depressa, sumário, brevemente, breve, ...
  • σύριγγα στα πορτογαλικά - seringa, seringa de, de seringa, da seringa, syringe
  • σύρμα στα πορτογαλικά - arame, invernar, fio, telegrama, fios, fio de, de arame
Τυχαίες λέξεις
Σύντροφος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: companheiro, camarada, acompanhante, companheira, companhia, companheiro de