Diminuição στα ελληνικά
Μετάφραση: diminuição, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μείωση, θεσπίζω, διάταγμα, θέσπισμα, μειωθεί, μειώσει, μειώσετε, μειώνουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- diminua στα ελληνικά - μάθημα, υποκοριστικός, ελαττώνω, κοπάζω, μειώνομαι, συρρικνώνομαι, μικραίνω, ...
- diminuir στα ελληνικά - μειώνω, κομψός, ελαττώνω, κοπάζω, κουρεύω, κλαδεύω, ψαλιδίζω, ...
- diminuto στα ελληνικά - τοσοδούλης, μικροσκοπικός, μικρό, μικρός, μικρές, μικρή, μικρά
- dinamarca στα ελληνικά - Δανία, Δανίας, η Δανία, τη Δανία, της Δανίας
Τυχαίες λέξεις
Diminuição στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μείωση, θεσπίζω, διάταγμα, θέσπισμα, μειωθεί, μειώσει, μειώσετε, μειώνουν
Μεταφράσεις: μείωση, θεσπίζω, διάταγμα, θέσπισμα, μειωθεί, μειώσει, μειώσετε, μειώνουν