Θέσπισμα στα πορτογαλικά

Μετάφραση: θέσπισμα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
decrescer, diminuição, decretos, decretar, estatuto, lei, Estatuto de, estatutos, diploma
Θέσπισμα στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: θέσπισμα

κλητήριο θέσπισμα, κλητήριον θέσπισμα, θέσπισμα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, θέσπισμα στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • θέρμη στα πορτογαλικά - febre, busque, chama, fervor, ardor, o fervor, entusiasmo
  • θέση στα πορτογαλικά - circunstância, perspectiva, postura, português, atitude, posição, local, ...
  • θήκη στα πορτογαλικά - coroa, tampão, armário, boné, assunto, pleito, reter, ...
  • θίασος στα πορτογαλικά - companhia, grupo, trupe, troupe, trupe de, tropa
Τυχαίες λέξεις
Θέσπισμα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: decrescer, diminuição, decretos, decretar, estatuto, lei, Estatuto de, estatutos, diploma