Αδερφή στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αδερφή, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
excêntrico, barroco, bizarro, esquisito, estranho, irmã, a irmã, associado, da irmã, irmă
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδερφή
αδερφή του σολωμού σολωμού, αδερφη ή αδελφη, αδερφή ονειροκρίτης, αδερφή της φαίης, αδερφή του μέγα αλέξανδρου, αδερφή λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αδερφή στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αδελφή στα πορτογαλικά - lidar, cigarro, irmã, a irmã, associado, da irmã, irmă
- αδελφός στα πορτογαλικά - camarada, companheiro, irmão, o irmão, brother, irmăo
- αδερφικός στα πορτογαλικά - fraternal, fraterno, fraterna, fraternidade, fraternalmente
- αδερφός στα πορτογαλικά - camarada, irmão, companheiro, o irmão, brother, irmăo
Τυχαίες λέξεις
Αδερφή στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: excêntrico, barroco, bizarro, esquisito, estranho, irmã, a irmã, associado, da irmã, irmă
Μεταφράσεις: excêntrico, barroco, bizarro, esquisito, estranho, irmã, a irmã, associado, da irmã, irmă