Κατακλυσμός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: κατακλυσμός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inundação, submersão, cheias, aluvião, cataclismo, cataclisma, cataclysm, cataclismos
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατακλυσμός
κατακλυσμός του νώε, κατακλυσμός συνώνυμο, κατακλυσμός 2014, κατακλυσμός του δευκαλίωνα, κατακλυσμός του ωγύγου, κατακλυσμός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κατακλυσμός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- κατακάθι στα πορτογαλικά - sedimentar, sedimentos, sedimento, segurança, de sedimentos, de sedimento, do sedimento
- κατακεραυνώνω στα πορτογαλικά - retire, murchar, recuar, afastar, katakerafnono
- κατακλύζομαι στα πορτογαλικά - bombardeie, dilúvio, deluge, de dilúvio, inundação, avalanche
- κατακλύζω στα πορτογαλικά - inundação, alagar, bombardeie, pacote, acervo, bando, ruma, ...
Τυχαίες λέξεις
Κατακλυσμός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: inundação, submersão, cheias, aluvião, cataclismo, cataclisma, cataclysm, cataclismos
Μεταφράσεις: inundação, submersão, cheias, aluvião, cataclismo, cataclisma, cataclysm, cataclismos