Ανύπαντρος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ανύπαντρος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
simples, uma, só, um, único, impar, solteiro, solteira, solteiros, não casado, solteiras
Ανύπαντρος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανύπαντρος

ανύπαντροσ πατέρασ, ανύπαντρος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ανύπαντρος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ανωφελής στα πορτογαλικά - inútil, estéril, aproveitar, vão, profitless, inúteis, sem proveito, ...
  • ανόητος στα πορτογαλικά - enganar, tolo, enganá, idiota
  • ανύψωση στα πορτογαλικά - vértice, ápice, extremidade, cume, cimo, pico, elevação, ...
  • ανώδυνος στα πορτογαλικά - indolor, painless, indolores, sem dor
Τυχαίες λέξεις
Ανύπαντρος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: simples, uma, só, um, único, impar, solteiro, solteira, solteiros, não casado, solteiras