Ровно στα ελληνικά
Μετάφραση: ровно, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακόμα, υποκινώ, τακτικά, γρήγορος, ακριβώς, ίσος, εξίσου, ωθώ, επακριβώς, ακρίβεια, ακριβώς το, με ακρίβεια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бензил στα ελληνικά - βενζυλική, βενζυλο, βενζυλ, βενζύλιο, βενζύλ
- быстротечность στα ελληνικά - παροδικότητα, παροδικότητας, την παροδικότητα, προσωρινότητας, transience
- высылка στα ελληνικά - απέλαση, εξορίζω, εξορία, απέλασης, απομάκρυνσης, εκδίωξη, αποβολή
- дознаться στα ελληνικά - βρίσκω, εύρημα, ανεύρεση, doznatsya
Τυχαίες λέξεις
Ровно στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακόμα, υποκινώ, τακτικά, γρήγορος, ακριβώς, ίσος, εξίσου, ωθώ, επακριβώς, ακρίβεια, ακριβώς το, με ακρίβεια
Μεταφράσεις: ακόμα, υποκινώ, τακτικά, γρήγορος, ακριβώς, ίσος, εξίσου, ωθώ, επακριβώς, ακρίβεια, ακριβώς το, με ακρίβεια