Ιδιοκτησία στα τούρκικα
Μετάφραση: ιδιοκτησία, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
mal, özellik, mülkiyet, özelliği, Gayrimenkul, emlak
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ιδιοκτησία
ιδιοκτησία και πλούτοσ στη σπάρτη τησ κλασικήσ εποχήσ, ιδιοκτησία στην αγγλία, ιδιοκτησία ιστοσελίδας, ιδιοκτησία και επανάσταση, ιδιοκτησία εξ'αδιαιρέτου, ιδιοκτησία λεξικό γλώσσας τούρκικα, ιδιοκτησία στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- ιδιαίτερος στα τούρκικα - ayrılmak, ayırmak, bireysel, kişisel, ayrı, özel, özel bir
- ιδιοκτήτης στα τούρκικα - mal sahibi, sahip, sahibi, kitabı, sahibinin
- ιδιορρυθμία στα τούρκικα - özellik, özelliği, bir özelliği, tuhaflık, acayiplik
- ιδιοτέλεια στα τούρκικα - bencillik, selfishness, bencilliği, bencilliğin, bir bencillik
Τυχαίες λέξεις
Ιδιοκτησία στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: mal, özellik, mülkiyet, özelliği, Gayrimenkul, emlak
Μεταφράσεις: mal, özellik, mülkiyet, özelliği, Gayrimenkul, emlak