Nářek στα ελληνικά
Μετάφραση: nářek, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μοιρολογώ, παράπονο, μουγκρίζω, οδυρμός, τρίξιμο, στριγγλίζω, μουγκρητό, πάθηση, στενάζω, θρηνώ, θρήνος, θρήνο, μοιρολόι, θρήνου, θρήνο της
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- náčrtkovitý στα ελληνικά - πρόχειρος, ατελής, σχηματικό, περιγραμματικές, πρόχειρες, περιγραμματική
- nářadí στα ελληνικά - αντιμετωπίζω, εξοπλισμός, προσαρμόζω, ταχύτητα, σκεύος, εργαλείο, εργαλείου, ...
- nářez στα ελληνικά - ξύλο, αστρονομικό, τερατώδης, τα βαριά, whacking
- nářeční στα ελληνικά - καθομιλουμένη, λαϊκή, ιδιωματική, ιδίωμα, ιδιωματικό
Τυχαίες λέξεις
Nářek στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μοιρολογώ, παράπονο, μουγκρίζω, οδυρμός, τρίξιμο, στριγγλίζω, μουγκρητό, πάθηση, στενάζω, θρηνώ, θρήνος, θρήνο, μοιρολόι, θρήνου, θρήνο της
Μεταφράσεις: μοιρολογώ, παράπονο, μουγκρίζω, οδυρμός, τρίξιμο, στριγγλίζω, μουγκρητό, πάθηση, στενάζω, θρηνώ, θρήνος, θρήνο, μοιρολόι, θρήνου, θρήνο της