Určovat στα ελληνικά
Μετάφραση: určovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διορίζω, κατάσταση, διέπω, τοποθετώ, υπολογίζω, καθορίζω, καθορισμένος, ιθύνω, προσδιορίζω, αποφασίζω, κυβερνώ, πάθηση, αναθέτω, σχεδιασμός, αποδίδω, καθορίσει, καθορίζουν, προσδιορίσει, καθορίσουν, προσδιοριστεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- akcelerace στα ελληνικά - επίσπευση, επιτάχυνση, επιτάχυνσης, την επιτάχυνση, επιταχύνσεως, της επιτάχυνσης
- dolar στα ελληνικά - δολάριο, δολαρίου, δολάρια, δολαρίων, του δολαρίου
- marnivý στα ελληνικά - ματαιόδοξος, μάταιος, αλαζονικός, ξιπασμένος, εγωκεντρικός, μάταια, μάταιη, ...
- medicína στα ελληνικά - φάρμακο, ιατρική, ιατρικής, το φάρμακο, φαρμάκου
Τυχαίες λέξεις
Určovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διορίζω, κατάσταση, διέπω, τοποθετώ, υπολογίζω, καθορίζω, καθορισμένος, ιθύνω, προσδιορίζω, αποφασίζω, κυβερνώ, πάθηση, αναθέτω, σχεδιασμός, αποδίδω, καθορίσει, καθορίζουν, προσδιορίσει, καθορίσουν, προσδιοριστεί
Μεταφράσεις: διορίζω, κατάσταση, διέπω, τοποθετώ, υπολογίζω, καθορίζω, καθορισμένος, ιθύνω, προσδιορίζω, αποφασίζω, κυβερνώ, πάθηση, αναθέτω, σχεδιασμός, αποδίδω, καθορίσει, καθορίζουν, προσδιορίσει, καθορίσουν, προσδιοριστεί