Δέσμευση στα τούρκικα
Μετάφραση: δέσμευση, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sadakat, bağlılık, taahhüt, taahhüdü, bağlılığı, taahhüttür
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δέσμευση
δέσμευση κοινού τραπεζικού λογαριασμού, δέσμευση τραπεζικών καταθέσεων, δέσμευση τραπεζικού λογαριασμού, δέσμευση συνώνυμα, δέσμευση τραπεζικών λογαριασμών, δέσμευση λεξικό γλώσσας τούρκικα, δέσμευση στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- δέρνω στα τούρκικα - nabız, darbe, ritim, kamçılamak, flog, dövmek, dayak atmak, ...
- δέσιμο στα τούρκικα - bağlama, ipe, bağlayan, bağlayarak, bağlıyor
- δέσμη στα τούρκικα - paket, demet, küme, kiriş, ışın, ışını, demeti, ...
- δέσμιος στα τούρκικα - esir, tutucu, tutsak, captive, sabitleme
Τυχαίες λέξεις
Δέσμευση στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: sadakat, bağlılık, taahhüt, taahhüdü, bağlılığı, taahhüttür
Μεταφράσεις: sadakat, bağlılık, taahhüt, taahhüdü, bağlılığı, taahhüttür