Δέσμευση στα σλοβενικά
Μετάφραση: δέσμευση, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zaveza, zavezanost, zavezo, obveza, zavezanosti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δέσμευση
δέσμευση κοινού τραπεζικού λογαριασμού, δέσμευση τραπεζικών καταθέσεων, δέσμευση τραπεζικού λογαριασμού, δέσμευση συνώνυμα, δέσμευση τραπεζικών λογαριασμών, δέσμευση λεξικό γλώσσας σλοβενικά, δέσμευση στα σλοβενικά
Μεταφράσεις
- δέρνω στα σλοβενικά - bít, biti, tolči, Šibati, flog, prebičal
- δέσιμο στα σλοβενικά - ovoj, vezanje, vezava, vezave, vezavo, vezanja
- δέσμη στα σλοβενικά - trs, žarek, beam, snopa, žarka, snopom
- δέσμιος στα σλοβενικά - captive, ujetništvu, v ujetništvu, ujetništvo, lastna
Τυχαίες λέξεις
Δέσμευση στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: zaveza, zavezanost, zavezo, obveza, zavezanosti
Μεταφράσεις: zaveza, zavezanost, zavezo, obveza, zavezanosti