Δέσμευση στα δανικά
Μετάφραση: δέσμευση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
engagement, forpligtelse, tilsagn, tilsagn om, forpligtelser
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δέσμευση
δέσμευση κοινού τραπεζικού λογαριασμού, δέσμευση τραπεζικών καταθέσεων, δέσμευση τραπεζικού λογαριασμού, δέσμευση συνώνυμα, δέσμευση τραπεζικών λογαριασμών, δέσμευση λεξικό γλώσσας δανικά, δέσμευση στα δανικά
Μεταφράσεις
- δέρνω στα δανικά - slå, overvinde, hjerteslag, rytme, piske, flog, pisker, ...
- δέσιμο στα δανικά - binde, at binde, primære, binder, koblingssalg
- δέσμη στα δανικά - pakke, klynge, stråle, beam, bjælke, strålen, bjælken
- δέσμιος στα δανικά - fange, fangenskab, bundne, i fangenskab, den bundne
Τυχαίες λέξεις
Δέσμευση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: engagement, forpligtelse, tilsagn, tilsagn om, forpligtelser
Μεταφράσεις: engagement, forpligtelse, tilsagn, tilsagn om, forpligtelser