Δέσμευση στα λευκορωσικά
Μετάφραση: δέσμευση, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абавязацельства, абавязак, абавязанне, абавязальніцтва, абавязацельствы
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δέσμευση
δέσμευση κοινού τραπεζικού λογαριασμού, δέσμευση τραπεζικών καταθέσεων, δέσμευση τραπεζικού λογαριασμού, δέσμευση συνώνυμα, δέσμευση τραπεζικών λογαριασμών, δέσμευση λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, δέσμευση στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- δέρνω στα λευκορωσικά - пароць, лупцаваць, джголіць, пороть
- δέσιμο στα λευκορωσικά - завязванне, завязаўшы
- δέσμη στα λευκορωσικά - прамень, луч, промень
- δέσμιος στα λευκορωσικά - палонны, палоннік, вязень, з палонных, палоне ў
Τυχαίες λέξεις
Δέσμευση στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: абавязацельства, абавязак, абавязанне, абавязальніцтва, абавязацельствы
Μεταφράσεις: абавязацельства, абавязак, абавязанне, абавязальніцтва, абавязацельствы