Σαρκασμός στα δανικά

Μετάφραση: σαρκασμός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
grave, sarkasme, sarkastisk, sarkasmen
Σαρκασμός στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σαρκασμός

σαρκασμός αποφθέγματα, σαρκασμός λεξικό, σαρκασμόσ wiki, σαρκασμός συνώνυμα, σαρκασμός ειρωνεία, σαρκασμός λεξικό γλώσσας δανικά, σαρκασμός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • σαρδόνιος στα δανικά - sardonic, sarkastiske, sardonisk, sarkastisk, sardoniske
  • σαρκάζω στα δανικά - Gibe, slidte hånlighed
  • σαρκαστικός στα δανικά - sarkastisk, sarkastiske, spydige, spydig
  • σαρκικός στα δανικά - kødelige, kødelig, kødeligt, det kødelige, fleshly
Τυχαίες λέξεις
Σαρκασμός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: grave, sarkasme, sarkastisk, sarkasmen