Σαρκασμός στα ολλανδικά

Μετάφραση: σαρκασμός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
opgraven, rooien, arbeiden, sarcasme, sarcastisch
Σαρκασμός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σαρκασμός

σαρκασμός αποφθέγματα, σαρκασμός λεξικό, σαρκασμόσ wiki, σαρκασμός συνώνυμα, σαρκασμός ειρωνεία, σαρκασμός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σαρκασμός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • σαρδόνιος στα ολλανδικά - sardonisch, sardonische, sardonic, sarcastische, cynische
  • σαρκάζω στα ολλανδικά - bespotten, spotten, honen, schimpen, hatelijkheid, schimpscheut, Gibe, ...
  • σαρκαστικός στα ολλανδικά - sarcastisch, bijtend, sarcastische, rolleyes
  • σαρκικός στα ολλανδικά - vleselijk, vleselijke, de vleselijke, fleshly, vleses
Τυχαίες λέξεις
Σαρκασμός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: opgraven, rooien, arbeiden, sarcasme, sarcastisch