Σαρκασμός στα ισπανικά

Μετάφραση: σαρκασμός, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cavar, empujón, pedrada, sarcasmo, el sarcasmo, sarcasmos, del sarcasmo, de sarcasmo
Σαρκασμός στα ισπανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σαρκασμός

σαρκασμός αποφθέγματα, σαρκασμός λεξικό, σαρκασμόσ wiki, σαρκασμός συνώνυμα, σαρκασμός ειρωνεία, σαρκασμός λεξικό γλώσσας ισπανικά, σαρκασμός στα ισπανικά

Μεταφράσεις

  • σαρδόνιος στα ισπανικά - sardónico, sardónica, sarcástico, irónica, sarcástica
  • σαρκάζω στα ισπανικά - burla, Gibe, pulla, de Gibe, mofa
  • σαρκαστικός στα ισπανικά - sarcástico, cáustico, sarcástica, sarcasmo, sarcásticos, sarcastic
  • σαρκικός στα ισπανικά - carnal, carne, carnales
Τυχαίες λέξεις
Σαρκασμός στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: cavar, empujón, pedrada, sarcasmo, el sarcasmo, sarcasmos, del sarcasmo, de sarcasmo