Σαρκασμός στα τούρκικα
Μετάφραση: σαρκασμός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
istihza, sarcasm, küçümseme, iğnelemek, iğneleme
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σαρκασμός
σαρκασμός αποφθέγματα, σαρκασμός λεξικό, σαρκασμόσ wiki, σαρκασμός συνώνυμα, σαρκασμός ειρωνεία, σαρκασμός λεξικό γλώσσας τούρκικα, σαρκασμός στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- σαρδόνιος στα τούρκικα - acı, alaycı, sardonic, alaycı bir
- σαρκάζω στα τούρκικα - alay, gibe, dalga geçmek, alay etmek, dokundurmak
- σαρκαστικός στα τούρκικα - alaylı, alaycı, sarcastic, iğneleyici, alaycı bir
- σαρκικός στα τούρκικα - bedensel, fleshly, dünyevi, maddesel bereketlerle, şehvetli
Τυχαίες λέξεις
Σαρκασμός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: istihza, sarcasm, küçümseme, iğnelemek, iğneleme
Μεταφράσεις: istihza, sarcasm, küçümseme, iğnelemek, iğneleme