Σαρκασμός στα ουγγρικά
Μετάφραση: σαρκασμός, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bökés, biflázó, szénbányász, kubikos, gúny, szarkazmus, szarkazmussal, gúnnyal, szarkazmust
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σαρκασμός
σαρκασμός αποφθέγματα, σαρκασμός λεξικό, σαρκασμόσ wiki, σαρκασμός συνώνυμα, σαρκασμός ειρωνεία, σαρκασμός λεξικό γλώσσας ουγγρικά, σαρκασμός στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- σαρδόνιος στα ουγγρικά - kaján, cinikus, gúnyos, gunyoros, gúnyosan
- σαρκάζω στα ουγγρικά - utánzott, csúfolódás, gúnyolódás, gúnyolódik, gibe, gúnyol vkit
- σαρκαστικός στα ουγγρικά - maró, szarkasztikus, gúnyos, gúnyosan, szarkasztikusan, gunyoros
- σαρκικός στα ουγγρικά - nemi, hívságos, mondén, testi, húsos
Τυχαίες λέξεις
Σαρκασμός στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: bökés, biflázó, szénbányász, kubikos, gúny, szarkazmus, szarkazmussal, gúnnyal, szarkazmust
Μεταφράσεις: bökés, biflázó, szénbányász, kubikos, gúny, szarkazmus, szarkazmussal, gúnnyal, szarkazmust