Σαρκασμός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: σαρκασμός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сарказъм, сарказма, саркастично, сарказмът
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σαρκασμός
σαρκασμός αποφθέγματα, σαρκασμός λεξικό, σαρκασμόσ wiki, σαρκασμός συνώνυμα, σαρκασμός ειρωνεία, σαρκασμός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, σαρκασμός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- σαρδόνιος στα βουλγαρικά - язвителен, сардоничен, сардонично, сардонична, язвително
- σαρκάζω στα βουλγαρικά - фиктивния, подигравка, Гавая, презрителна забележка
- σαρκαστικός στα βουλγαρικά - саркастичен, саркастично, саркастична, саркастични, сарказъм
- σαρκικός στα βουλγαρικά - плътски, плътска, плътския, плътско, плътското
Τυχαίες λέξεις
Σαρκασμός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: сарказъм, сарказма, саркастично, сарказмът
Μεταφράσεις: сарказъм, сарказма, саркастично, сарказмът