Κολλάρισμα στα αλβανικά
Μετάφραση: κολλάρισμα, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
salcë, veshje, të veshurit, mbushje, formacion ushtarësh
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κολλάρισμα
κολλάρισμα δαντέλας, κολλάρισμα πλεκτών, κολλάρισμα κεντημάτων, κολλάρισμα ρούχων, κολλάρισμα χαλιών, κολλάρισμα λεξικό γλώσσας αλβανικά, κολλάρισμα στα αλβανικά
Μεταφράσεις
- κολιγιά στα αλβανικά - crofters
- κολικός στα αλβανικά - dhimbje barku, barku, dhimbje barku i, Dhimbje barku e, në dhimbje barku
- κολλαρίζω στα αλβανικά - kollarizo
- κολλητικός στα αλβανικά - infektues, infektive, infektiv, ngjitëse, infektuese
Τυχαίες λέξεις
Κολλάρισμα στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: salcë, veshje, të veshurit, mbushje, formacion ushtarësh
Μεταφράσεις: salcë, veshje, të veshurit, mbushje, formacion ushtarësh