Κολλάρισμα στα δανικά

Μετάφραση: κολλάρισμα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
dressing, forbinding, slagtemæssig behandling, toiletbord, bandage
Κολλάρισμα στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κολλάρισμα

κολλάρισμα δαντέλας, κολλάρισμα πλεκτών, κολλάρισμα κεντημάτων, κολλάρισμα ρούχων, κολλάρισμα χαλιών, κολλάρισμα λεξικό γλώσσας δανικά, κολλάρισμα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • κολιγιά στα δανικά - husmændene, husmænd, Crofters, af Crofters
  • κολικός στα δανικά - kolik, colic, af kolik
  • κολλαρίζω στα δανικά - stivelse, stive, kollarizo
  • κολλητικός στα δανικά - klistret, klæbrig, smitsom, infektiøs, infektiøse, infektiøst, infektioes
Τυχαίες λέξεις
Κολλάρισμα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: dressing, forbinding, slagtemæssig behandling, toiletbord, bandage