Κολλάρισμα στα ιταλικά
Μετάφραση: κολλάρισμα, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
medicazione, condimento, spogliatoio, vestirsi, dressing
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κολλάρισμα
κολλάρισμα δαντέλας, κολλάρισμα πλεκτών, κολλάρισμα κεντημάτων, κολλάρισμα ρούχων, κολλάρισμα χαλιών, κολλάρισμα λεξικό γλώσσας ιταλικά, κολλάρισμα στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- κολιγιά στα ιταλικά - affitto, Crofters, a Crofters, di Crofters
- κολικός στα ιταλικά - colica, coliche, colic, le coliche, la colica
- κολλαρίζω στα ιταλικά - amido, salda, kollarizo
- κολλητικός στα ιταλικά - infettivo, appiccicoso, appiccicaticcio, contagioso, infettiva, infettive, contagiosa
Τυχαίες λέξεις
Κολλάρισμα στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: medicazione, condimento, spogliatoio, vestirsi, dressing
Μεταφράσεις: medicazione, condimento, spogliatoio, vestirsi, dressing