Κολλάρισμα στα γερμανικά
Μετάφραση: κολλάρισμα, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Dressing, Verband, Ankleiden, Umkleide
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κολλάρισμα
κολλάρισμα δαντέλας, κολλάρισμα πλεκτών, κολλάρισμα κεντημάτων, κολλάρισμα ρούχων, κολλάρισμα χαλιών, κολλάρισμα λεξικό γλώσσας γερμανικά, κολλάρισμα στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- κολιγιά στα γερμανικά - mietverhältnis, Kleinbauern, Crofters, Kätner, Crofter, für Kleinbauern
- κολικός στα γερμανικά - kolik, Kolik, Koliken, colic
- κολλαρίζω στα γερμανικά - stärke, stärken, wäschestärke, speisestärke, kollarizo
- κολλητικός στα γερμανικά - klebrig, ansteckend, pappig, infektiös, Infektions, infektiösen, infektiöse
Τυχαίες λέξεις
Κολλάρισμα στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: Dressing, Verband, Ankleiden, Umkleide
Μεταφράσεις: Dressing, Verband, Ankleiden, Umkleide