Κολλάρισμα στα βουλγαρικά

Μετάφραση: κολλάρισμα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дресинг, превръзка, обличане, тоалетка, тоалетка с
Κολλάρισμα στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κολλάρισμα

κολλάρισμα δαντέλας, κολλάρισμα πλεκτών, κολλάρισμα κεντημάτων, κολλάρισμα ρούχων, κολλάρισμα χαλιών, κολλάρισμα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κολλάρισμα στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • κολιγιά στα βουλγαρικά - crofters
  • κολικός στα βουλγαρικά - колики, колика, коликите, на коликите
  • κολλαρίζω στα βουλγαρικά - нишесте, kollarizo
  • κολλητικός στα βουλγαρικά - инфекциозен, инфекциозна, инфекциозни, инфекциозно, инфекциозния
Τυχαίες λέξεις
Κολλάρισμα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: дресинг, превръзка, обличане, тоалетка, тоалетка с