Σύμπηξη στα αλβανικά

Μετάφραση: σύμπηξη, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ngurtësim, masë e, masë e ngurtësuar, e ngurtësuar, masë e fortë
Σύμπηξη στα αλβανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σύμπηξη

σύμπηξη-συνωνυμο, σύμπηξη λεξικό γλώσσας αλβανικά, σύμπηξη στα αλβανικά

Μεταφράσεις

  • σύμβουλος στα αλβανικά - këshilltar, këshilltari, këshilltar i, Këshilltare, këshilltar për
  • σύμμαχος στα αλβανικά - aleat, aleat i, aleati, aleate, aleate e
  • σύμπλεγμα στα αλβανικά - grup, kompleks, komplekse, ndërlikuar, Kompleksi, e ndërlikuar
  • σύμπτωμα στα αλβανικά - simptomë, shenjë, simptomë e, simptoma, simptom
Τυχαίες λέξεις
Σύμπηξη στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: ngurtësim, masë e, masë e ngurtësuar, e ngurtësuar, masë e fortë