Σύμπηξη στα δανικά

Μετάφραση: σύμπηξη, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
konkretion, konkretisering
Σύμπηξη στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σύμπηξη

σύμπηξη-συνωνυμο, σύμπηξη λεξικό γλώσσας δανικά, σύμπηξη στα δανικά

Μεταφράσεις

  • σύμβουλος στα δανικά - advokat, rådgiver, Advisor, vejleder
  • σύμμαχος στα δανικά - allieret, allierede, forbundsfælle
  • σύμπλεγμα στα δανικά - klase, gruppering, klynge, hold, bundt, gruppe, kompleks, ...
  • σύμπτωμα στα δανικά - symptom, symptomer, symptomet, symptom på
Τυχαίες λέξεις
Σύμπηξη στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: konkretion, konkretisering